-
1 διαπνεω
1) продувать, обдувать, обвевать(αὔραις διαπνεῖσθαι Xen.; ὅ ἀέρ διαπνεῖ τὸ σῶμα Arst.)
2) pass. развеваться(τρίχες διαπνεόμεναι Arst.)
3) выдыхаться, испаряться(διαπνέοντος τοῦ ὑγροῦ Arst.)
; pass. развеиваться, рассеиваться(διαπίπτειν καὴ δ. Plat.; ἐξελθούσης τῆς ψυχῆς διαπνεῖται τὸ σῶμα Arst.)
4) переводить дух, отдыхать, приходить в себя(ἐκ δυσχερείας Polyb.; διαπνεῦσαι καὴ στῆναι Plut.)